- βιολιστής
- βιολιστής, ο και βιολιτζής, οο μουσικός που παίζει βιολί, ο βιολονίστας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιολιστής — και βιολιτζής, ο (θηλ. βιολίστρια) 1. μουσικός που παίζει βιολί 2. πληθ. οι βιολιτζήδες οργανοπαίκτες … Dictionary of Greek
Κορέλι, Αρκάντζελο — (Arcangelo Corelli, Φουζινιάνο, Ραβένα 1653 – Ρώμη 1713). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Μετά τις πρώτες μουσικές σπουδές του στις σχολές της Φαέντσα και του Λούγκο, ο Κ. εγκαταστάθηκε στην Μπολόνια, όπου διακρίθηκε για το μεγάλο του ταλέντο ως… … Dictionary of Greek
Όιστραχ, Νταβίντ Φιοντόροβιτς — (David Fyodorovich Oistrakh, Οδησσός 1908 – Άμστερνταμ 1974). Ρώσος βιολιστής. Γιος μουσικών, άρχισε να μαθαίνει βιολί σε ηλικία 5 ετών και γρήγορα επέδειξε εξαιρετικό ταλέντο. Πήρε το δίπλωμα του στο Ωδείο Οδησσού και μετά, με την υποστήριξη του … Dictionary of Greek
Παγκανίνι Νικολό — (Paganini, 1782 – 1840). Ιταλός βιολιστής και συνθέτης. Δάσκαλοί του υπήρξαν, ο πατέρας του (ερασιτέχνης μουσικός) και ταπεινοί Γενοβέζοι βιολιστές. Έδωσε τις πρώτες του συναυλίες στη Γένοβα και στη Φλωρεντία και ύστερα πήγε στην Πάρμα, όπου… … Dictionary of Greek
Βολωνίνης, Φρειδερίκος — (Αθήνα 1902 – 1970).Βιολιστής. Σπούδασε βιολί και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο Παρισιού. Για πολλά χρόνια υπήρξε έξαρχος βιολιστής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Συνέπραξε ως σολίστ με ξένες ορχήστρες και έδωσε πολλές συναυλίες… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Καβάκος, Λεωνίδας — (Αθήνα 1967 –). Βιολιστής. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, αποφοιτώντας με την ανώτατη διάκριση, καθώς και στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα (ΗΠΑ). Εμφανίστηκε ως σολίστ στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1984. Σημαντική φυσιογνωμία παγκόσμιας εμβέλειας στον χώρο… … Dictionary of Greek
Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε … Dictionary of Greek
Κρόιτσερ, Ροντόλφ — (Rodolphe Kreutzer, Βερσαλίες 1766 – Γενεύη 1831). Γάλλος βιολιστής και συνθέτης. Μαθητής του Αντόν Στάμιτς, ο οποίος κυρίως τον ενέπνευσε, ο Κ. θεωρείται τέκνο της γερμανικής σχολής, αν και η τέχνη του ωρίμασε στη Γαλλία. Στο Παρίσι ήταν… … Dictionary of Greek
Μενουχίν, Γεχούντι — (Yehudi Menuhin, Νέα Υόρκη 1916 – Βερολίνο 1999). Βρετανός βιολιστής εβραϊκής καταγωγής. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία έξι ετών, σπουδάζοντας αρχικά με τον Άντολφ Μπους και τον Τζορτζ Ενέσκου. Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στα… … Dictionary of Greek